ταμπού

ταμπού
Απαγόρευση θρησκευτικού χαρακτήρα. Για την ευκολία της έκθεσης και όχι με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, θα κατατάξουμε τους συνηθέστερους τύπους τ. στις εξής κατηγορίες: χρονικά τ., τα οποία αναφέρονται σε ορισμένες χρονικές περιόδους κατά τις οποίες απαγορεύεται κάθε απασχόληση ή ορισμένες απασχολήσεις (π.χ. το κυνήγι, οι σεξουαλικές σχέσεις, η τέλεση ορισμένων ιεροτελεστιών κλπ.)· τ. χώρου, τα οποία αναφέρονται σε ορισμένους χώρους που απαγορεύονται σε όλους ή σε ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων· τ. του αρχηγού, που αποβλέπει στο να προστατέψει τον αρχηγό ή τον βασιλιά είτε από την επαφή με τους κοινούς ανθρώπους (το πρόσωπό του και ό,τι του ανήκει είναι τ. για τους άλλους) είτε από πράξεις που θα μείωναν θρησκευτικά το πρόσωπό του ή θα το εμίαιναν (απαγορεύσεις που επιβάλλονται στους αρχηγούς)· σεξουαλικά τ., δηλαδή οι απαγορεύσεις τόσο όλων των σεξουαλικών επαφών όσο και των επαφών μεταξύ ορισμένων προσώπων και επιπλέον οι διάφορες απαγορεύσεις που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ατόμων διάφορου φύλου· τροφικά τ., τα οποία απαγορεύουν ορισμένα φαγητά ή (προσωρινά) κάθε φαγητό· τ. ενδύματος, τα οποία απαγορεύουν τη χρήση ορισμένων ενδυμάτων· λεξικά τ., τα οποία απαγορεύουν τη χρήση ορισμένων λέξεων (θείων ονομάτων, του ονόματος του αρχηγού, ορισμένων ζώων, ενός νεκρού κλπ.). Ο όρος τ. καθιερώθηκε στην επιστημονική ορολογία και στη συνέχεια στην κοινή χρήση, ανυψώνοντας λιγότερο ή περισσότερο συμβατικά σε γενική έννοια έναν τυπικό πολυνησιακό θεσμό (τον οποίο παρατήρησε και ανέφερε ο πλοίαρχος Κουκ από το 1777). Το πολυνησιακό τ. (ή σωστότερα τάπου, κατά λέξη απαγορευμένο· το τ. είναι λανθασμένος εξευρωπαϊσμός του όρου) είναι μια ιερή ιδιότητα που μπορεί να επιβληθεί (ή και να αφαιρεθεί) από ορισμένες αρχές (αρχηγούς, ιερείς κλπ.) σε ναούς, τόπους, πρόσωπα ή πράγματα, αλλά και από κοινούς ανθρώπους σε πράγματα κάθε είδους, που τους ανήκουν. Ό,τι κηρυχθεί τ. γίνεται θρησκευτικά απαγορευμένο, ή πιστεύεται ότι η παραβίασή του συνεπάγεται την επέμβαση υπερφυσικών δυνάμεων. Η χρήση όμως του όρου τ. στην εθνολογική και ιστορικοθρησκευτική φιλολογία δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις απόλυτα ανάλογες με τον πολυνησιακό θεσμό· ούτε, από το άλλο μέρος υπονοεί οποιονδήποτε ορισμό της έννοιας διαμορφωμένο με αυστηρά επιστημονικά κριτήρια, αλλά μάλλον στηρίζεται στην αναγωγή σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή –τη θρησκευτική απαγόρευση– θεσμών, που κατά κάποιον τρόπο συγγενεύουν μεταξύ τους και με το πολυνησιακό τ., που μελετήθηκαν σε διάφορους πολιτισμούς. Το ρεύμα των μελετών, που στηρίζεται στην υπόθεση του μαγικού προανιμισμού ως αρχικής μορφής της θρησκείας και της θρησκευτικής αντίληψης μιας απρόσωπης δύναμης, που είναι κατά διάφορο τρόπο διάχυτη στη φύση, της λεγόμενης μάνα, είδε κυρίως στο τ. απόλυτη αρνητικότητα και κίνδυνο που ενυπάρχουν στα πράγματα τα οποία χαρακτηρίζονται έτσι, αποκλειόμενης της επέμβασης οποιασδήποτε ανθρώπινης εξουσίας· η ανακήρυξη όμως του τ. από την ανθρώπινη εξουσία (όπως στην πολυνησιακή περίπτωση) θεωρήθηκε ως μαγική τελετουργία, η οποία αποβλέπει ακριβώς στο να δημιουργήσει την εξαιρετική αυτή κατάσταση. Με το είδος αυτό των σκέψεων το τ. ερμηνεύτηκε ως μια υπερφόρτωση με μάνα (ερμηνεία του Μάρετ) που, σύμφωνα με μια πρωτόγονη πίστη, απαγόρευε το πλησίασμα των προσώπων ή των πραγμάτων που έγιναν τ.· τονίστηκε επίσης η θρησκευτική δραστικότητα του τ. και οι θανάσιμες συνέπειες της παράβασής του, ακόμα και ακούσιας (π.χ. οι περιπτώσεις, που αναφέρονται συχνά στην επιστημονική βιβλιογραφία, ανθρώπων που αρρώστησαν ή και πέθαναν, επειδή έφαγαν φαγητό τ.). Σήμερα αντίθετα τείνουν να εξετάζουν το τ. από την άποψη της ρυθμιστικής αξίας του στη διαμόρφωση μιας θρησκευτικής συμπεριφοράς και επομένως να το θεωρούν όχι ως αφηρημένη αντίληψη ή ως επιβίωση πρωτόγονων μορφών θρησκείας, αλλά μάλλον ως όργανο για την πραγματοποίηση μιας συνεπούς και στέρεης θρησκευτικής μορφής. Και συγχρόνως τονίζεται η κοινωνική αποτελεσματικότητα του θεσμού, με τον οποίο δημιουργούνται σε μια κοινωνία ειδικές και κανονικές σχέσεις (π.χ. της συγγένειας, που αποκαλύπτονται με το εξαιρετικά διαδεδομένο τ. της αιμομειξίας), σταθερή ιεραρχία (το τ. του αρχηγού, για παράδειγμα, που επιτρέπει σε κάποιους την άσκηση της εξουσίας) και μια οργανωμένη κοινωνική ζωή, διαρθρωμένη ανάλογα με τον διαφορετικό χαρακτηρισμό των μελών της (με τα τ. που αφορούν τις διάφορες καταστάσεις: φύλου, ηλικίας, οικονομικής δραστηριότητας κλπ.). Ξόανα σε νησί της Πολυνησίας. Ο χώρος που έχουν στηθεί είναι «ταμπού» για όσους δεν ανήκουν στο ιερατείο, ακόμα και στους προύχοντες. Η εισβολή του πολιτισμού τείνει να εξαλείψει τις αντιλήψεις αυτές.
* * *
το, Ν
άκλ.
1. (σε πρωτόγονους πολιτισμούς) πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται ιερό ή μιαρό και τού οποίου η χρήση ή η επαφή απαγορεύεται από τη θρησκεία
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που θεωρείται αυστηρά απαγορευμένο και, κυρίως, το σύνολο τών απόψεων, τών πράξεων ή τών λέξεων που θεωρούνται ότι έρχονται σε αντίθεση με το κατεστημένο σύστημα μιας κοινωνίας (α. «αυτές οι αντιλήψεις αποτελούν ταμπού για την κοινωνία μας» β. «σε πολλές ωκεανικές φυλές απαγορεύεται η ομιλία την ώρα τού φαγητού επειδή θεωρείται ταμπού» γ. «η λέξη αρκούδα στα σλαβικά υποκαθίσταται από τη λέξη μελοφάγος επειδή θεωρείται ταμπού»)
3. μτφ. ηθικός περιορισμός ή προκατάληψη («έχει πολλά ταμπού σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τών δύο φύλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. taboo / tabu < πολυνησ. tabu «απαγορευμένο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταμπού — το άκλ. (λ. πολυνησ.) 1. πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται ιερό ή μιαρό και που απαγορεύεται μαζί του κάθε επαφή. 2. κάθε είδος απαγορευμένο: Η σεξουαλική αγωγή είναι ταμπού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοτέμ — Λέξη των Ερυθρόδερμων Ογκιμπουέι της Βόρειας Αμερικής, που χρησιμοποιείται ως όρος για τον χαρακτηρισμό ενός ορισμένου ζώου ή φυτού ή ενός στοιχείου της φύσης, με το οποίο το άτομο ή η ομάδα, όπως πιστεύουν, έχουν σχέση συγγένειας ή… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Modernes Griechisch — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechisch — Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Sprache — Neugriechisch Gesprochen in Griechenland, Zypern, Albanien, Mazedonien, Türkei, Bulgarien, in isolierten Sprachinseln in Süditalien (Kalabrien und Apulien) und überall dort, wohin Griechen und griechische Zyprer ausgewandert sind (USA, Australien …   Deutsch Wikipedia

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτόμυαλος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη αντίληψη, έξυπνος, ευφυής 2. αυτός που δεν δεσμεύεται από προκαταλήψεις ή ταμπού, λογικός, ξύπνιος …   Dictionary of Greek

  • εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”